γυαλικό — το συνήθως στον πληθ. τα γυαλικά (και υαλικά) σκεύη από γυαλί … Dictionary of Greek
γυαλικό — το σκεύος από γυαλί: Τα περισσότερα δώρα για το γάμο μας ήταν γυαλικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)